Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Οι γάμπες

της Αλεξάνδρας Μητσιάλη (Από τον ιστότοπο του Στ.Λυγερού )

Τρίβει με το γυαλόχαρτο το κεφαλάρι του κρεβατιού κι η σκόνη του λευκού βόρειου ξύλου πετάγεται ολόγυρα και κάθεται παντού στον πάγκο του: στο σιωπηλό τηλέφωνο, στ’ αραδιασμένα εργαλεία, πάνω στο κατακάθι του καφέ που ρουφάει τα πρωινά πάντα στα γρήγορα.

Το χέρι του σκληρό, γεμάτο ρόζους πιέζει το δουλεμένο ξύλο να το σμιλεύσει, να το λειάνει, να του δώσει σχήμα περίπου στρογγυλό στις άκρες, να το κάνει σχεδόν ακίνδυνο. Τρίβει και το παρατηρεί: λεπτοδουλειά, δουλειά ανθρώπου που αφοσιώνεται στην τέχνη του. Διπλό κεφαλάρι, γαμήλιο κρεβάτι, καινούριο ζευγάρι και αρχή.
Όπως δουλεύει σκυμμένος, το μάτι ξεγλιστράει στο ρολόι. Ένα ρολόι παλιό, καρφωμένο λίγο στραβά στον ημιυπόγειο τοίχο, να διευκολύνει την κίνηση των δεικτών στην αδυσώπητη κατηφοριά του χρόνου. Δουλεύει και κοιτάζει, κι αντίστροφα. Εννιά παρά πέντε και μετράει από τις επτά. Κι όταν μετράς κι ολότελα να γύρεις το ρολόι οι δείκτες μπουσουλάνε επίτηδες σαν μωρά παιδιά.
Κοιτάζει κάθε λίγο από τις επτά και γυαλοχαρτάρει μ’ όλη του τη δύναμη. Μέχρι τις εννιά. Τότε θα σηκώσει το κεφάλι του και θα τη δει. Θα ξεπροβάλλει από την αριστερή γωνιά της τζαμαρίας. Γάμπα σαν καλοφτιαγμένο θαυμαστικό, με την τελεία στον αστράγαλο και τον τένοντα σαν μίσχο, να γεμίζει και να φουσκώνει τόσο όσο πρέπει στο ανέβασμα μέχρι την μέσα καμπύλη του γονάτου.
Πρώτη γάμπα, δεύτερη γάμπα κι αν είναι τυχερός στάση εκεί ακριβώς μπροστά στη τζαμαρία του, για δευτερόλεπτα ίσως και λεπτά, όσο ο σκύλος θα διστάζει στην πρωινή συνάντησή του με τον κόσμο και την προοπτική μιας πραγματικής ανακούφισης. Αρμονία οι γάμπες, χάρμα οφθαλμών κι αν είναι τυχερός η ορατότητα θα φτάσει μέχρι τη μέση από το μπούτι, αν είναι η μέρα του και βγει με φούστα ή φουστάνι, το παντελόνι το απεύχεται. Θα ‘ταν ωραίο το παντελόνι αν μπορούσε να σκαρφαλώσει το βλέμμα του μέχρι τα οπίσθια, που τα φαντάζεται ανασηκωμένα και σφιχτά, με την κοιλάδα διακριτή στη μέση να κατεβαίνει και να χάνεται στις σκοτεινές μέσα καμπύλες, όπου ναρκώνεται ο νους και ψηλώνει ο άνθρωπος στο κρυφό παιχνίδι του με το άπειρο του χρόνου και τη θνητότητα της ζωής.
Μα το βλέμμα του δεν μπορεί ποτέ να φτάσει ως εκεί, γιατί το μαγαζί του είναι χωμένο σχεδόν κάτω απ’ τη γη κι από το βάθος όπου παλεύει με το ξύλο μπορεί να κοιτάξει μόνο τα πόδια των περαστικών. Από τη θέση αυτή χρόνια και χρόνια τώρα τραβάει στη φαντασία του όλων των ειδών τις γραμμές. Ό,τι δε βλέπει το φτιάχνει με το νου του, όπως νομίζει ότι θα ταίριαζε καλύτερα στα πόδια, στους στυλοβάτες του ανθρώπινου κορμιού. Μελετητής του σώματος, σχεδιαστής κορμιών, μάντης χαρακτήρων. Και όλα τα ξεκινάει από τα πόδια. Η φαντασία του κάνει τρελά παιχνίδια: τι πανωκόρμι θα ταίριαζε εδώ, τι κεφάλι εκεί, είναι ρωμαλέος αυτός, είναι τσαχπίνα κι όμορφη εκείνη… Με τον καιρό έμαθε να τα εκτιμάει ιδιαίτερα τα πόδια. Άλλωστε, αυτά δεν είναι που στηρίζουν όλο το έξω και το μέσα βάρος; Σ’ αυτά δε φαίνεται ό,τι κάνει κι ό,τι δεν κάνει ο άνθρωπος σ’ αυτή την άχαρη ζωή;
Και δεν έχει πολλή σημασία που βλέπει λίγο παλαιωμένο το δέρμα της, να ‘χει εκείνη τη ζάρα που ανεπαίσθητα ακολουθεί τους νόμους της βαρύτητας και μαρτυράει μια ηλικία κάπως περασμένη, πάντως όχι ένα γυαλοχαρταρισμένο νεανικό κορμί. Καλύτερα έτσι. Πιο κοντά σε κείνον η ηλικία και η βαρύτητα. Άλλωστε ποτέ δεν επιθύμησε τη σάρκα που ανανεώνει τα κύτταρά της βιαστικά. Του άρεσε πάντα το γινωμένο το κρασί, αυτό που βγάζει τους χυμούς του, που έχει καθίσει μέσα σε βαρέλι δρύινο κι έχει ρουφήξει ευωδιές και ζυμωμένο στην κλεισούρα είναι έτοιμο να πεταχτεί με όλη του την ορμή.
Και κάθε πρωί δουλεύοντας το ξύλο και κοιτώντας το ρολόι περιμένει τις γάμπες των ονείρων του στο καθημερινό τους ραντεβού. Και δεν περνάει αναμονή που να μη φανταστεί ότι τις οδηγεί σ’ εκείνο το σομιέ, που έχει πάντα προχειροστρωμένο στο εσωτερικό δωματιάκι, γιατί δεν του αρέσει να γυρίζει το μεσημέρι σπίτι του και να τρώει μόνος ένα κρύο αγορασμένο φαΐ και να ξεχνιέται στην κουταμάρα της τηλεόρασης, που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν τον διευκόλυνε να κοιμηθεί. Εκεί θα την οδηγούσε ευγενικά, αφού πρώτα τραβούσε προς τα κάτω τα σκουριασμένα του κεπέγκια.
Θα τοποθετούσε τις γάμπες προσεκτικά στο σεντόνι και θα περνούσε τ’ ακροδάχτυλά του πάνω τους αρχίζοντας ν’ ανεβοκατεβαίνει στην στιλπνή επιφάνεια αργά, επαναληπτικά, απολαυστικά, μέχρι ν’ ανατριχιάσει κι ο ίδιος θεός, αν δεν αισχύνεται να παρακολουθεί από κει ψηλά τ’ απόρρητα των ανθρώπων. Κι ύστερα θα τις άνοιγε αργά, μεθοδικά τις γάμπες, χωρίς να σταματήσει καθόλου τα χαϊδέματα. Και το χάδι του θ’ ανέβαινε, θα ανηφόριζε έτσι μαλακά νιώθοντας με τ’ ακροδάχτυλα κάθε εκατοστό τους. Και θα επέμενε διακριτικά κι ανεπαισθήτως μέχρι να υποχωρήσουν οι αντιστάσεις, να χάσουν οι φράχτες την εύθραυστη τους την ευστάθεια, και στους ήχους της μεγάλης υποχώρησης να αντικρίσει το ρέον πεδίο ανοιχτό και τότε να προελάσει.
Εννιά ακριβώς και σήκωσε το κεφάλι ο Θωμάς. Γαλάζιο πεδιλάκι και φούστα λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Κι ο σκύλος αργεί σαν επίτηδες σήμερα να εξοικειωθεί με το περιβάλλον και μυρίζει περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως την τζαμαρία του. Κι οι γάμπες μετακινούνται δείχνοντας ανφάς και προφίλ όλη τους την καμωσιά, φίνα στ’ αλήθεια. Το γυαλόχαρτο μένει ακούνητο στην παλάμη του κι εκείνος κατεβάζει τη μάσκα που προστατεύει από την ξύλινη σκόνη τους πνεύμονες του, που με τα χρόνια έχουν αποκτήσει, όσο να πεις, μια ορισμένη ευαισθησία.
Οι γάμπες στριφογυρίζουν και το βλέμμα του Θωμά καρφώνεται κι ακολουθεί την περιδίνηση τους. Αλλά δεν κάνει βήμα μπρος. Ούτε ελάχιστα δε μετακινείται. Καμία κίνηση δηλωτική μιας πρόθεσης έστω να προχωρήσει. Δε θ’ ανεβεί ούτε σήμερα τα σκαλοπάτια που τον χωρίζουν από το αντικείμενο του άμετρου του θαυμασμού. Δε θ’ απευθύνει ούτε μισή κουβέντα στη γειτόνισσα. Δε θα διαπιστώσει αν, το κεφάλι που έχει φτιάξει στο μυαλό του για τις γάμπες που καθημερινά παρατηρεί, μοιάζει καθόλου με αυτό που στέκεται αληθινό στη θέση την κανονική του. Δε θα τολμήσει να συγκρίνει το πλάσμα της φαντασίας του με το πραγματικό, απτό κορμί.
Γι’ αυτό κι ο Θωμάς, ο λάτρης των λεπτών γραμμών, ο γλύπτης των ανθρώπινων σωμάτων, ο παραγνωρισμένος εργάτης της αισθητικής, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Γιατί δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε να κατακτήσει κάποια απ’ τις γάμπες που θαύμαζε πραγματικά, κάποια από κείνες που τόσα χρόνια τώρα είχε ξεχωρίσει στο ημιυπόγειο εργαστήρι της φαντασίας του σαν λεπταίσθητα δείγματα ομορφιάς, σαν σπάνιες αποδείξεις ανθρώπινου μεγαλείου, σαν υποσχέσεις μιας σαρκικής αλλά και ψυχικής απόλαυσης, που σ’ αυτήν ίσως ν’ άξιζε ο άνθρωπος ν’ αφιερώσει τη σκρόφα τη ζωή του.
Γιατί φοβόταν ότι, το πιθανότερο, η δική του η γυναίκα να ’χε γάμπες σαν χάρτες χαραγμένους από τους παραπόταμους της φλεβίτιδας, τους φουσκωμένους από τις καταιγίδες των καιρών και τα βρωμόνερα της επιβίωσης, γάμπες που θα ΄σερνε σ’ όλο το σπίτι μέσα σε κείνες τις λερές στραβοπατημένες παντόφλες που ’χουν συνήθως οι φτωχές γριές, με τις φτέρνες τους βράχους όλο ρωγμές όπου τρυπώνουν οι πίκρες μιας ολόκληρης ζωής, που εκείνος δε θα μπορούσε να εμποδίσει. Όχι δεν τις ήθελε τέτοιες γάμπες, να πρέπει να μοιραστεί μαζί τους το διπλό κρεβάτι του, να μπαίνουν λαθραία στα μονά όνειρά του, να μαγαρίσουν την ιδέα της ομορφιάς που ζούσε προστατευμένη στο καταφύγιο της φαντασίας του.
Ο σκύλος σηκώνει το πόδι του να κατουρήσει εκεί δα, μπροστά στην πόρτα του ξυλουργείου, μα οι γάμπες τραβούν το λουρί απότομα και προχωρώντας λικνιστικά οδηγούν το αργοκίνητο σκυλί μακριά από το οπτικό του πεδίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: