Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Φάουστ του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελλάτου


ΕΚΠΕΣΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Φάουστ του Γκαίτε
(Δημοσιεύεται στην Ρήξη τ. 128/ Νοεμβρίου που κυκλοφορεί)

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά,  υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Νίκου Διαμαντή επανεκκίνησε τη λειτουργία του έχοντας τη φιλοδοξία να καταστεί, ανάμεσα στις άλλες θεατρικές σκηνές, πόλος αναφοράς για το θεατρικό κοινό. Στη φιλοδοξία του αυτή, έχει να ανταγωνιστεί σημαντικές σκηνές και θιάσους οι οποίες χρόνο με το χρόνο έχουν καθιερωθεί στα θεατρικά δρώμενα της χώρας μας και έχουν αποκτήσει, η κάθε μία από αυτές, το δικό της φανατικό θεατρικό κοινό. Δεν είναι λίγοι/ες όσοι/ες εμπιστεύονται σχεδόν τυφλά τις επιλογές θεατρικών οργανισμών μιας και η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς διευθυντές αλλά και σκηνοθέτες από τη μια και το κοινό από την άλλη, είναι δοκιμασμένη και στέρεη.  Στις 21 του Σεπτέμβρη που μας πέρασε και για είκοσι μόνο παραστάσεις, ανέβηκε για δεύτερη χρονιά ο Φάουστ του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.


Ο Φάουστ αποτελεί εμβληματικό έργο στο χώρο της ευρωπαϊκής δημιουργίας, μπορούμε να πούμε ότι κατέχει μία θέση στον πυρήνα αυτής. Το έργο ξεκίνησε να το γράφει ο Γκαίτε σε ηλικία μόλις 25 ετών (σχεδόν ταυτόχρονα με ένα άλλο εμβληματικό του έργο, του ρομαντισμού, τον Βέρθερο)  και ολοκλήρωσε το δεύτερο μέρος του περίπου έξι μήνες πριν πεθάνει. Η συγγραφή του κράτησε σχεδόν εξήντα χρόνια, ήταν ένα έργο ζωής. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Φάουστ ήταν υπαρκτό πρόσωπο.  Γιατρός, αλχημιστής, πολυπράγμων ενσάρκωνε λίγο πολύ την ιδέα του αναγεννησιακού ανθρώπου. Του ανθρώπου δηλαδή που επιζητεί τη γνώση και τη μάθηση σε όσο το δυνατόν πιο διευρυμένο επίπεδο, μια αξία η οποία όχι μόνο λείπει από την εποχή μας, αλλά βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις αξίες της ειδίκευσης και μερικότητας  που επικρατεί στις μέρες μας. Μια ειδίκευση η οποία περιγράφεται χαρακτηριστικά στην εξής σκωπτική φράση: « Με δεδομένο ότι στην εποχή μας είναι άκρως σημαντικό να ξέρεις όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα για ένα όσο το δυνατόν περιορισμένο πεδίο, η αποθέωση αυτής της λογικής είναι ο σύγχρονος επιστήμονας να ξέρει τα πάντα για το τίποτα».

Ήταν επίσης γνωστός για την ηδονιστική, χωρίς όρια, ζωή την οποία διήγε, πράγμα που οδήγησε στους συγχρόνους του να πιστεύουν ότι είχε κάνει συμφωνία με τον διάολο.

Αυτό το πράγμα πραγματεύεται ο Φάουστ : την ανησυχία του αναγεννησιακού ανθρώπου για περισσότερη γνώση, μεγαλύτερη εμπειρία, μια διαδρομή πέρα και έξω από τα όρια της εποχής. Και σε αυτή τη διαδρομή η υπέρβαση των ορίων κάποιες φορές καθίσταται εμμονή.  Εκεί ακριβώς, στο σημείο δηλαδή που χάνεται το μέτρο, η συμφωνία με το διάολο είναι αναγκαία και αυτονόητη όπως αυτονόητες είναι και οι επιπτώσεις από τη συμφωνία αυτή.  Η υπέρβαση του ορίου έχει ξεκάθαρα οριστεί με την ύβρη στα έργα των αρχαίων ελλήνων τραγωδών.

Ο Φάουστ προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πλείστοι όσοι δημιουργοί (συγγραφείς, ποιητές, θεατράνθρωποι, ζωγράφοι) έχουν εμπνευστεί από αυτό τον μύθο, έχοντας προσφέρει σημαντικά έργα. Πρόχειρα μπορούμε να αναφέρουμε τον θεατρικό Φάουστ του Κρίστοφερ Μάρλοου, ή τον κινηματογραφικό Μεφίστο του Ιστβάν Ζάμπο.

Εάν το ξεπέρασμα του μέτρου, η ύβρις δηλαδή, είναι η πρώτη ανάγνωση υπάρχουν άλλες εξίσου σημαντικές. Η συνδιαλλαγή με το κακό, ενίοτε και την εξουσία, και οι επιπτώσεις από τη συνδιαλλαγή αυτή πάνω στον κάθε Φάουστ. Η σε βάθος χρόνου επικράτηση του κακού, μιας και δύσκολα μπορείς να ξεγελάσεις τον Μεφιστοφελή. Η σύγχυση των ταυτοτήτων ανάμεσα στο καλό και το κακό, μιας και το αριστουργηματικό αυτό έργο με την ειρωνεία και ιλαρότητα που κουβαλά σε κάποια σημεία του,  μπορεί εύκολα να μπερδέψει τον θεατή / αναγνώστη σε ποιον από τους δύο (Φάουστ ή Μεφιστοφελή) οφείλει να δείξει την εύνοιά του. Η αέναη διαδρομή του ανθρώπου στην Ιστορία -έτσι ήταν, έτσι θα είναι-, μιας και το τέλος αυτής της Ιστορίας είναι ένα τέλος που όσο περισσότερο το πλησιάζεις τόσο περισσότερο απομακρύνεται, έξω και πέρα από μια τελεολογική ή ευθύγραμμα αναπτυσσόμενη λογική.  Όπως επίσης και η αρχέγονη διαπάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό ή η εξίσου παλιά προπατορική ευθύνη της επιλογής που κουβαλά ο άνθρωπος.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έρχεται ευθέως αντιμέτωπη με το ερώτημα «Γιατί ο Φάουστ σήμερα», αλλά και με την πρόκληση να παρουσιάσει ένα Φάουστ διαφορετικό όσο και επίκαιρο μιας και έχει να ανταγωνιστεί τα τόσα ανεβάσματα του συγκεκριμένου έργου. Επιλέγει η πρότασή της να χαρακτηρίζεται από μια έμμεση, όμως ξεκάθαρη, κριτική της σημερινής κοινωνίας. Σε αυτήν όπου η απομάγευση είναι γεγονός  εδώ και καιρό και ο υλισμός (με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού) είναι η υπέρτατη αξία, τα παρεπόμενα της συμφωνίας με τον Μεφιστοφελή είναι δεδομένα όσο και αυτονόητα. Η κοινωνία μας, ιδιαίτερα η νεολαία , σε υλιστικούς καιρούς κυριαρχούνται από μια άλογη βία (στην καθημερινότητα, στις σχέσεις και στη συμπεριφορά) όσο και από έναν άκριτο σεξισμό όπου το ατομικό ξεπερνά και χλευάζει την ανάγκη για τον Άλλον.

Με αυτά στο μυαλό της στήνει μια νεανική παράσταση τόσο από τα χαρακτηριστικά της πρότασής της, όσο και από την εμφανή επιθυμία της να συνομιλήσει με τους νέους,  είναι δε εμπνευσμένη σκηνοθετικά αλλά και πλήρης σκηνοθετικών ευρημάτων. Χρησιμοποιεί ως άξονα της παράστασης ένα τεράστιο επίπεδο το οποίο άλλοτε αιωρείται πάνω από τους ηθοποιούς (εν είδει βάρους όσο και ευθύνης) και άλλοτε ως κεκλιμένο επίπεδο, παραπέμποντας κάποιες φορές στο ακριβοθώρητο της εξουσίας και άλλοτε στο σύνηθες της πτώσης.  Η παράστασή της είναι μια σκοτεινή παράσταση μιας και οι ήρωες κινούνται σε ένα περιβάλλον ζόφου με έντονα χαρακτηριστικά του πεπερασμένου, έως κλειστοφοβικού, χώρου.  Η κατ’ επίφαση ελευθερία της εποχής είναι περιορισμένη όσο και περιοριστική.  Οι ήρωες, έρμαια των επιλογών τους, δεν καταφέρνουν να ανασάνουν.  Η εποχή μας, για πολλούς λόγους, είναι μια εποχή σκοτεινή.  Το κρεσέντο όμως της παράστασης είναι λίγο πριν το τέλος , με μια χορογραφική σκηνή η οποία καθηλώνει το άναυδο κοινό. Η κατάσταση μοιάζει να έχει βγει από τους αναγεννησιακούς πίνακες του Ιερώνυμου Μπος  όπου ο έκλυτος βίος, οι αμαρτίες, το ξεπέρασμα των ορίων (κάθε είδους: κοινωνικό, σεξουαλικό, ηθικό ακόμα και διατροφικό-ο κανιβαλισμός κυριολεκτικός και μεταφορικός ενυπάρχει στην εποχή μας) περιγράφουν μια κοινωνία στα πρόθυρα της Κρίσης, λίγο  πριν τη Δευτέρα Παρουσία. Αμήχανοι και τυφλοί βαδίζουμε προς τα εκεί.

Στην πρότασή της σημαντική είναι η συνδρομή της μετάφρασης του Σπύρου Ευαγγελάτου μιας και το κείμενο λιτό, ουσιαστικό και απέριττο μας φέρνει σε επαφή με έναν σύγχρονο Φάουστ. Εξίσου σημαντικά τα σκηνικά,  η μουσική σύνθεση και οι φωτισμοί (καθοριστική η συμμετοχή και των δύο στα δρώμενα), τα κοστούμια, τα ειδικά εφέ ακόμη και οι κομμώσεις.

Στη διανομή ο Νίκος Κουρής απέδωσε τον Φάουστ άριστα. Καθόλου τυχαία το έργο ξεκινά κάπως αμήχανα, σαν την προ συμφωνίας ζωή του ήρωα, και κλιμακώνεται αμέσως μετά από αυτή. Εξίσου καλοί και οι ηθοποιοί στους υπόλοιπους ρόλους.

Όμως ο Αργύρης Πανταζάρας (βραβείο Κουν 2016) ξεπέρασε εαυτόν στο ρόλο του Μεφιστοφελή. Ερμήνευσε τον ήρωα του ως πονηρό, καταφερτζή, είρωνα, δολοπλόκο, ηδονιστή, κυρίαρχο. Αυτά όμως δεν είναι άλλωστε και τα χαρακτηριστικά του Χρήματος ως αξία που κυριαρχεί στις δυτικές κοινωνίες;

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Συντελεστές:
Μετάφραση Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σύμβουλος δραματουργίας Πλάτων Μαυρομούστακος
Σκηνικά Εύα Μανιδάκη
Χορογραφία Παρίσια Απέργη
Κοστούμια Βασιλική Σύρμα
Μουσική Σύνθεση Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί Ελευθερία Ντεκώ
Ειδικά εφέ/ κατασκευές Προκόπης Βλασερός
Κομμώσεις TALKIN’HEADS
Βοηθοί Σκηνοθέτη Δήμητρα Δερμιτζάκη Καλλιόπη Παναγιωτίδου

Διανομή: Φάουστ Νίκος Κουρής
Μεφιστοφελής Αργύρης Πανταζάρας
Μαργαρίτα Αμαλία Νίνου
Μάρθα Στέλλα Βογιατζάκη
Βάγκνερ Ερρίκος Μηλιάρης
Σπουδαστής/ Μάγισσα Αγησίλαος Μικελάτος
Λίζα Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Βάλεντιν Χρήστος Βασιλόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: