Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Ο Αδαής και ο Παράφρων του Τόμας Μπέρνχαρντ


ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΛΤΑ!

Ο Αδαής και ο Παράφρων του Τόμας Μπέρνχαρντ

«Η Αυστρία δεν είναι παρά μία σκηνή θεάτρου, πάνω στην οποία όλα είναι σάπια!!! Εξήμιση εκατομμύρια πνευματικά καθυστερημένοι και μανιακοί που ξελαρυγγίζονται αδιάκοπα αναζητώντας σκηνοθέτη» Τόμας Μπέρνχαρντ.

Στις 11 Μαρτίου του 1937 ο Μούζιλ παρουσίασε το δοκίμιό του "Περί βλακείας" σε μια διάλεξη στη Αυστριακή Εργατική Ένωση με τόση επιτυχία ώστε η διάλεξη να επαναληφθεί στις 17 του ίδιου μήνα. Στη διάλεξη αυτή ασκεί μια αυστηρή κριτική σε βάρος της Βιέννης και της Αυστρίας, κριτική η οποία έμελλε να γίνει η εναρκτήρια πράξη αυτού που κάποιος μπορεί να ονομάσει «κοινωνική συνείδηση» της Αυστρίας. Τα επόμενα χρόνια και κυρίως μετά τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, με την φασιστική κληρονομιά να πλανάται πάνω από τη χώρα, πλήθος διανοουμένων λειτούργησαν με αυτή τη λογική η οποία φθάνει μέχρι τις μέρες μας.  Άνθρωποι του πνεύματος, ανάμεσα στους οποίους οι συγγραφείς Πέτερ Χάνκε, η βραβευμένη με Νόμπελ λογοτεχνίας Ελφρίντε Γέλινεκ, ο σκηνοθέτης Μάικλ Χάνεκε και βέβαια ο κορυφαίος όλων, άνθρωπος του θεάτρου, Τόμας Μπέρνχαρντ άσκησαν αδυσώπητη κριτική πάνω στο σώμα της αυστριακής κοινωνίας για τα λάθη,  τις φρικτές πράξεις, αλλά και το γενικότερο κλίμα το οποίο τη χαρακτήριζε.


Στην ομιλία του κατά την απονομή του κρατικού βραβείου Αυστρίας ο Μπέρνχαρντ (1968) ευθαρσώς δηλώνει: «Είμαστε Αυστριακοί, πάει να πει είμαστε απονευρωμένοι – η ζωή μας ισοδυναμεί με την απουσία κάθε ενδιαφέροντος για ζωή, μέσα στο φυσικό γίγνεσθαι εμείς εκπροσωπούμε τη μεγαλομανία του μέλλοντος».

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε αυστηρός, επικριτικός, αποδομητικός, αλλά ταυτόχρονα, μέσα από το μεγάλο ταλέντο του, δημιουργικός όσο ελάχιστοι, γι’ αυτό ίσως εισέπραξε τη μήνι και την απόρριψη των συμπατριωτών του, όσο ζούσε.  Κορωνίδα της στάσης του αποτέλεσε η διαθήκη του, μετά το θάνατό του στις 12 Φεβρουαρίου 1989, στην οποία απαγορεύει στο Αυστριακό κράτος να εκμεταλλευθεί με οποιονδήποτε τρόπο το έργο του. Σε αυτό η χειρουργική του πένα δεν ορρωδεί προ ουδενός : Η κρατική εξουσία, οι διανοούμενοι του συστήματος , το φιλοθεάμον κοινό (το κοινό δεν έχει αυτί για αλλαγές / ο Αδαής και ο Παράφρων), ο «επίσημος πολιτισμός» (η κουλτούρα είναι ένα βουνό από σκατά /ο Αδαής και ο Παράφρων), η αποχαυνωμένη κοινωνία στην οποία ζει και κινείται μπαίνουν στο στόχο της.

Ο Αδαής και ο Παράφρων είναι ένα από τα κορυφαία θεατρικά έργα του το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, απ’ όσο γνωρίζουμε, στη χώρα μας. Σε αυτό κυριαρχούν τρία πρόσωπα και τα τρία χωρίς ονοματεπώνυμο, αναφερόμενα μόνο με τις ιδιότητές τους. Αυτή είναι και το «πρόσωπό» τους. Η Βασίλισσα της νύχτας, κορυφαία τραγουδίστρια της όπερας, ο Πατέρας της, και ο Δόκτωρ, προφανώς καθηγητής ανατομίας.  Οι συνεχώς επαναλαμβανόμενες φράσεις δημιουργούν ένα πλαίσιο ανυπόφορης καθημερινότητας στις ρωγμές της οποίας ξεπετάγεται το καυστικό, βιτριολικό μπορούμε να πούμε, χιούμορ του συγγραφέα. Χρησιμοποιεί την εκμεταλλευτική σχέση της τραγουδίστριας από τον πατέρα της, για να ξεδιπλώσει το δικό του διπλό φορτίο.  Από τη μια επιχειρεί ένα ξεκαθάρισμα με τους γονείς του (τον πατέρα του που ουδέποτε τον αναγνώρισε) αλλά κυρίως τη μητέρα του η οποία τον εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία, αφήνοντας την ανατροφή του στα χέρια του πολυαγαπημένου του παππού Γιοχάνες Φροιμπίχλερ, ευρυμαθή αναρχικό συγγραφέα, τιμημένο το 1937 με το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Από την άλλη είναι εμφανής η κριτική του για τον μη απογαλακτισμό της αυστριακής κοινωνίας.  Ακόμη ισχυρότερα ο Δόκτωρ είναι αυτός ο οποίος θα βάλει αυτή την κοινωνία πάνω στο τραπέζι της ανατομίας και θα ασκήσει τον τεμαχισμό της: «Οι ακαδημίες είναι επανδρωμένες με ακαδημαϊκούς εκμεταλλευτές, κατά το πλείστον έχουν διαβρωθεί από τον τσαρλατανισμό», « όλοι πάντα, είτε είναι διανοούμενοι είτε καλλιτέχνες καθιστούν την αχρειότητα νόημα της ζωής τους», «το θέατρο, και όλως ιδιαιτέρως η όπερα, αξιότιμε κύριε είναι η κόλαση», «υπάρχουμε μόνο και μόνο επειδή, αφαιρούμαστε από την ίδια μας την ύπαρξη», «η κοινωνία είναι ότι πιο αναίσθητο», αυτά αναφέρει ο Δόκτωρ ασκώντας πολύ περισσότερο από την τέχνη του ανατόμου αυτήν του νεκροτόμου.

Ο Γιάννος Περλέγκας ασχολείται για δεύτερη φορά, μετά τον «Ιμμάνουελ Καντ» με τον Μπέρνχαρντ, εν γνώσει του ότι το ανέβασμα των θεατρικών έργων του συγγραφέα ενέχει πολύ υψηλή διακινδύνευση. Πρέπει να είσαι γνώστης όχι απλώς των έργων του, αλλά πολύ περισσότερο της φιλοσοφίας του για να αναμετρηθείς με τα κείμενά του.  Μια συμβατική, διεκπεραιωτική ή επιφανειακή σκηνοθεσία μαθηματικά οδηγεί σε αποτυχία.  Πρέπει επίσης να κατέχεις ο ίδιος τη δύναμη του δηκτικού χιούμορ (χολερικό το ονομάζει ο σκηνοθέτης) μιας και αυτό είναι που κινεί τα νήματα των κειμένων του Μπέρνχαρντ.  Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί προσεγγίζουν το έργο του συγγραφέα ως κωμωδία.   Όμως τούτο συνιστά τεράστιο λάθος. Όπως ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ γράφει μέσα στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο, «για τον έξω κόσμο είναι κωμωδία αυτό που στην πραγματικότητα είναι τραγωδία, αξιότιμε κύριε».

Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, με το βραβείο Χορν στο βιογραφικό του,  προσεγγίζει τον Μπέρνχαρντ με προσήλωση όσο και με ευλάβεια και αποδεικνύει ότι τον έχει προσεγγίσει σαν συγγραφέα, σαν φιλόσοφο, σαν άνθρωπο.  Παίρνει επάνω του το έργο (σαν σκηνοθέτης αλλά και σαν ηθοποιός/ ο Δόκτωρ) και με την μπαγκέτα ενός μαέστρου, δημιουργεί ένα «μουσικό» έργο (η μουσικότητα είναι πανταχού παρούσα στον συγγραφέα)  το οποίο πηγαινοέρχεται ανάμεσα στη δηκτικότητα και τον εφησυχασμό.  Ως γνήσια «μπερνχαρντικός» σκηνοθέτης αποκοιμίζει / ξεγελάει το κοινό ως γητευτής  μέχρι τη στιγμή που αιφνιδιαστικά θα εξαπολύσει τη δηλητηριώδη κριτική του.

Είναι απολύτως σίγουρο ότι αν ο Τόμας Μπέρνχαρντ έβλεπε τη συγκεκριμένη παράσταση ένα μειδίαμα θα τον χαρακτήριζε και μια πλήρης ικανοποίηση θα τον κυρίευε.  Ο ιδανικός σκηνοθέτης στο ιδανικό έργο συντελούν σε μια παράσταση – αναφορά.

Οι ηθοποιοί συνέβαλαν τα μάλα  στην ολοκλήρωση της σκηνοθετικής προσέγγισης, ενστερνιζόμενοι πλήρως τον προβληματισμό του Περλέγκα.

 Έξοχος ο Γιάννος Περλέγκας στο ρόλο του Δόκτωρος – Ανατόμου ενσαρκώνει ένα χαρακτήρα που δεν ξέρεις αν σε προσεγγίζει ως φίλος ή ως επικριτής.

Επίσης έξοχοι ο Χρήστος Μαλάκης και η  Ανθή Ευστρατιάδου οι οποίοι έχουν πλήρως ενσωματώσει την χειραγωγική αλλά και αμοιβαίως συμφέρουσα και εν τέλει συμβιβαστική σχέση πατέρα – κόρης.

Πολύ καλός και ο Γιάννης Καπελέρης στους ρόλους της κυρίας Φάργκο και του σερβιτόρου Βίντερ.

Σημαντικό μερίδιο στην επιτυχία της παράστασης η μετάφραση του κειμένου από το Γιώργο Δεπάστα ο οποίος ως πρώην ιατροδικαστής προτείνει μια ομολογουμένα πλήρη και ολοκληρωτική μετάφραση. Καθόλου τυχαία ο ίδιος ως μεταφραστής έχει μεταφράσει το Περί βλακείας του Ρόμπερτ Μούζιλ.

Εξίσου έξοχα το κοστούμια της Λουκίας Χουλιάρα με τους ήρωες να μοιάζουν σαν να έχουν βγει  από πίνακες του Ότο Ντιξ, οι οποίοι με τη βοήθεια του εύστοχου μακιγιάζ αλλά και των κομμώσεων αναδεικνύουν το πνεύμα της Νέας Αντικειμενικότητας, κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Ντιξ τα χρόνια του μεσοπολέμου.

Αναμένουμε πλέον με αδημονία το ανέβασμα του τρίτου έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ το οποίο έχει προαναγγείλει ο σκηνοθέτης. 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Αδαής και ο Παράφρων του Τόμας Μπέρνχαρντ                                                        ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

  • Μετάφραση Γιώργος Δεπάστας
  • Σκηνοθεσία Γιάννος Περλέγκας
  • Σκηνικά-κοστούμια Λουκία Χουλιάρα
  • Κίνηση Δήμητρα Ευθυμιοπούλου
  • Φωτισμοί Νίκος Βλασόπουλος
  • Βοηθός σκηνοθέτη Στέλιος Χλιαράς
  • Βοηθός σκηνογράφου Γεωργία Μπούρα
  • Σχεδιαμός μακιγιάζ Εύη Ζαφειροπούλου
  • Σχεδιασμός κομμώσεων Χρόνης Τζήμος

Διανομή:

  • Βασίλισσα της Νύχτας Ανθή Ευστρατιάδου
  • Κυρία Φάργκο/Σερβιτόρος Βίντερ Γιάννης Καπελέρης
  • Πατέρας Χρήστος Μαλάκης
  • Δόκτωρ Γιάννος Περλέγκας

Δεν υπάρχουν σχόλια: